βρασίλα

βρασίλα
η
1. η βράση, ο βρασμός, η ζύμωση: Κόπηκε η βρασίλα του μούστου.
2. ο θυμός: Μη του μιλάς πάνω στη βρασίλα του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”